- ετερόπλους
- ἑτερόπλους, -ουν και ἑτερόπλοος, -ον (Α)1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόπλοα (ενν. αργύρια)τα χρήματα για το ταξίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + πλους (< πλους)].
Dictionary of Greek. 2013.